- κατεργασμένης
- κατεργάζομαιeffect by labour: perf part mp fem gen sg (attic epic ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
κατεργασμένης — κατεργάζομαι effect by labour perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφαλτόπισσα — η (Α ἀσφαλτόπισσα) ονομασία της φυσικής ή της κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος του πετρελαίου … Dictionary of Greek
ξυλεμπόριο — το το εμπόριο κατεργάσιμης ή κατεργασμένης ξυλείας … Dictionary of Greek
πισσάσφαλτος — η, ΝΑ, αττ. τ. πιττάσφαλτος Α νεοελλ. ονομασία τής φυσικής ή τής κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος πετρελαίου, αλλ. ασφαλτόπισσα αρχ. κράμα πίσσας και ασφάλτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄσφαλτος] … Dictionary of Greek